- καστρήσιος
- ο (AM καστρήσιος και καστρήνσιος και καστρί[ν]σιος)εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που δίνεται σε κατώτερους κληρικούςμσν.-αρχ.1. παιδί που γεννήθηκε σε στρατόπεδο, σε στρατώνα2. ως επίθ. καστρήσιος, -οναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατόπεδο, ο στρατιωτικός («καστρήσιος ἄρτος»)3. στρατιώτης που υπηρετούσε στη φρουρά κάστρου, καστροφύλαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castrensis (< castra «στρατόπεδο»)].
Dictionary of Greek. 2013.